-
1 турбулентный
τυρβώδης (π.χ. ροή).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > турбулентный
-
2 пламя
η φλόγαстабилизировать - (в камере сгорания реактивного двигателя) σταθεροποιώ τη - (στον θάλαμο καύσης)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пламя
-
3 поток
1. (устремляющаяся в каком-л. направлении масса чего-л.) η ροή, το ρεύμα, ο χείμαρροςбезнапорный гидр. - δίχως πίεσηламинарный - γραμμική -, παράλληλη -полный физ. - ολική -свободный - ελεύθερη -, ασυμπίεστη -тепловой - физ. - της θερμότηταςтурбулентный - στροβιλώδης -, τεταραγμένη -2. (непрерывное движение, поступление чего-л. во множестве) η ροή, η κίνηση 3. (непрерывное производство) η κυκλοφορία, η ροή της παραγωγής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поток
-
4 течение
το ρεύμα, η ροήламинарное - η γραφική/ομαλή/στρωτή ροήморское - θαλάσσιο/ωκεάνιο -стационарное - σταθερό/αμετάβλητο -турбулентное - η (τε)τα-ραγμένη/στροβιλώδης/τυρβώδης ροήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > течение
См. также в других словарях:
τυρβώδης — ες, Ν 1. στροβιλώδης 2. φρ. «τυρβώδης ροή» φυσ. βλ. ροή. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. turbulent, e] … Dictionary of Greek
ροή — Η ποσότητα (όγκος) ρευστού που διαπερνά μια ορισμένη επιφάνεια στη μονάδα του χρόνου. Η έννοια της ρ. επεκτάθηκε αργότερα σε όλους τους τύπους διανυσματικών πεδίων. Ο υπολογισμός της ρ. ενός ρευστού, που διατρέχει χωρίς τριβές και με σταθερή… … Dictionary of Greek
στροβιλώδης — ες / στροβιλώδης, ῶδες, ΝΑ [στρόβιλος] νεοελλ. φυσ. αυτός που αναφέρεται στη γένεση στροβίλων μέσα στη μάζα ενός ρευστού, αλλ. τυρβώδης («στροβιλώδης ροή») αρχ. στροβιλοείδής, κωνικός («ὅρος στροβιλῶδες», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
μεταφοράς, ζώνη — (Αστρον.). Το στρώμα ακριβώς κάτω από την επιφάνεια ενός αστέρα της κυρίας ακολουθίας, στο οποίο η θερμοκρασία είναι αρκετά χαμηλή, ώστε να μπορούν να επανασυνδέονται με ελεύθερα ηλεκτρόνια οι πυρήνες του υδρογόνου και των βαρύτερων στοιχείων και … Dictionary of Greek